- ἐκβάκχευσις
- ἐκβάκχ-ευσις, εως, ἡ,A Bacchic enthusiasm, Eun. VSp.470 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκβάκχευση — η (Α ἐκβάκχευσις) νεοελλ. υπερβολικός ενθουσιασμός αρχ. βακχική μανία … Dictionary of Greek
ἐκβακχεύσεως — ἐκβακχεύσεω̆ς , ἐκβάκχευσις Bacchic enthusiasm fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)